- αμέριστος
- -η, -ο (Α ἀμέριστος, -ον) [μερίζω]αυτός που δεν διαιρέθηκε ή δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη, αδιαίρετος, αμοίραστοςνεοελλ.ακέραιος, ολόκληρος, απεριόριστος«έχεις αμέριστη την αγάπη μου», «το ενδιαφέρον μου είναι αμέριστο».
Dictionary of Greek. 2013.